- ταχυθάνατος
- ταχυθάνατοςliable to sudden deathmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυθάνατος — η, ο / ταχυθάνατος, ον, ΝΑ 1. αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο 2. αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ φονικός νεοελλ. βραχύβιος αρχ. 1. αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα 2. (κατ επέκτ.) υπερήλικας 3. φρ. «ταχυθάνατος εἰμι»… … Dictionary of Greek
ταχυθανατώτατα — ταχυθάνατος liable to sudden death adverbial superl ταχυθάνατος liable to sudden death neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυθάνατον — ταχυθάνατος liable to sudden death masc/fem acc sg ταχυθάνατος liable to sudden death neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυθανάτου — ταχυθάνατος liable to sudden death masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυθανάτους — ταχυθάνατος liable to sudden death masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυθάνατοι — ταχυθάνατος liable to sudden death masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
ταχυθανασία — ἡ, Α [ταχυθάνατος] πρόωρος θάνατος … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek